-
1 Σακάδας
Σακάδας test., Paus., 9. 30. 2, ὁ δὲ Σακάδα τοῦ Ἀργείου τὸν ἀνδριάντα πλάσας οὐ συνιεὶς Πινδάρου τὸ ἐς αὐτὸν προοίμιον, ἐποίησεν οὐδὲν ἐς τὸ μῆκος τοῦ σώματος εἶναι τῶν αὐλῶν μείζονα τὸν αὐλητήν fr. 269. cf. [Plut.] de musica, § 8, p. 1134a, γέγονε δὲ καὶ Σακάδας Ἀργεῖος ποιητὴς μελῶν τε καὶ ἐλεγείων μεμελοποιημένων· ὁ δ' αὐτὸς καὶ αὐλητὴς (Wyttenbach: ποιητὴς codd.) ἀγαθὸς καὶ τὰ Πύθια τρὶς νενικηκὼς ἀναγέγραπται· τούτου καὶ Πίνδαρος μνημονεύει. -
2 προφασίζομαι
Aπροὐφασιζόμην Th.1.90
: [dialect] Att. [tense] fut.προφασιοῦμαι Aeschin.3.24
, later - ίσομαι Sch.Ar.Ec. 1019: [tense] aor.προὐφασισάμην Th.5.54
, X.Cyr.2.2.30, etc.;προεφ- D.C.59.26
:— allege by way of excuse, plead in excuse, c. acc.,τὸν αὐλητήν Thgn.941
;τὸν μῆνα Th.5.54
;ἀεί τι D.48.20
: c. inf., allege as an excuse that..,ἀρρωστεῖν Id.19.124
; soπ. ὅτι οὐκ ἐπίστανται X.Oec.20.14
: c. acc. cogn., πάσας προφάσεις π. Pl.R. 474e, cf. Lys.8.16: abs., make excuses, Ar. Lys. 756, Th.1.90;οὐκ ἔφη χρῆναι π. οὐδὲ διαμέλλειν Id.6.25
;π. ὑπέρ τινος Isoc.4.13
: [tense] aor. in pass. sense, ὡς εὗρον ἅπαν.. προφασισθέν that all was used as a pretext, all was a mere pretence, Th.8.33, cf. D.C.Fr. 57.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφασίζομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский